τραχίνος

τραχίνος
(trachinus). Γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας των τραχινιδών, γνωστό και με την ονομασία δράκαινα. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ψάρια με μακρουλό σώμα, που καλύπτεται από μικρά λέπια. Η έδρα τους βρίσκεται μπροστά από τα στηθιαία πτερύγια, το κεφάλι τους είναι πολύ πιεσμένο στις πλευρές του, το ρύγχος τους βραχύ και τα μάτια τους είναι στα πλάγια και προς το πάνω μέρος του κεφαλιού. Οι τ. έχουν βραγχιακό επίπτυγμα με αγκάθι που διευθύνεται προς τα πίσω και συνδέεται με ιοβόλες φλέβες, γι’ αυτό και το τσίμπημα από το αγκάθι αυτό είναι συχνά θανατηφόρο. Ζουν, κρύβοντας συνήθως το μισό τους σώμα μέσα στις λάσπες του πυθμένα και γ’ αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τους ψαράδες, γιατί τα αγκάθια τους μπορούν πολύ εύκολα να τσιμπήσουν τα γυμνά πόδια τους. Από τα γνωστότερα είδη που ζουν στις ευρωπαϊκές θάλασσες καθώς και στις ελληνικές ακτές είναι ο τ. η έχιδνα, ο οποίος έχει μήκος 0,10-0,15 εκ., κεφάλι πλατύ και πιεσμένο πλευρικά, που καλύπτεται από σκληρά λέπια. Το χρώμα της είναι κιτρινοκάστανο στη ράχη και στα πλευρά και σταχτοκίτρινο στην κοιλιά. Γνωστό είδος είναι και ο τ. ο δράκων, ο οποίος φτάνει σε μήκος περίπου τα 0,30 εκ. και έχει χρώμα σταχτοκόκκινο ή σταχτοκίτρινο, με γαλάζιες αποχρώσεις και λωρίδες, και καφετιές κηλίδες στη ράχη και στην κοιλιά. Τον Ιούνιο, ο τ. πλησιάζει τις ακτές για να εναποθέσει τα αβγά του, οπότε και πιάνεται με τα δίχτυα. Οι ψαράδες, όταν πιάσουν ψάρια του είδους, τα μαζεύουν σε καλάθια ή δοχεία ώστε να τα καταστήσουν ακίνδυνα, καθώς εξακολουθούν για ένα διάστημα, να ζουν και έξω από το νερό. Τραχίνος ο δράκων ή μεγάλη δράκαινα.
* * *
ο, Ν
ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών, κν. δράκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachinus < μέσ. λατ. trachina «είδος -ψαριού» < τραχύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τραχῖνος — Τρᾱχῖνος , Τραχίς the people of T. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… …   Dictionary of Greek

  • δρακόνι — και δρακόντι, το ζωολ. ονομασία τού ψαριού «ιχθύς ο τραχίνος», δράκαινα* …   Dictionary of Greek

  • τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”